Εκείνος που είπε πως ανάμεσα στις νότες και τ΄ακόρντα υπάρχει ακόμη μουσική ήταν ο Τζον Φαχέι. Ο κιθαρωδός από το Μέριλαντ με δακτυλισμούς και ακούσματα από την παλιά ήπειρο, επιβεβαιώνει την ύπαρξη ενός χώρου αδιόρατου ως τότε. Μιλούμε για την πραγματική μαγεία, μια επιθυμία που είναι το πνεύμα του όντος, τόσο υλική και ευέξαπτη, αργή καθώς ξεδιπλώνεται πάνω στα μπράτσα, με λεπτά και ανεπαίσθητα τριημιτόνια τις ώρες που σπάει ο ήλιος. Ο Φαχέι είναι ολόκληρος Αμερική. Με τους ρυθμούς και τις χορδές του ορθώνει την αμερικανική αισθητική και συγγενεύει με άλλους, σπουδαίους σαν και αυτόν.
Εκείνους που προχωρούν την παράδοση παραπέρα ή βαδίζουν πάνω στα άγια χώματά της, μ΄άλλο βήμα και μια ελεύθερη καρδιά. Είναι νησί ψυχολογικό και στιλιστικό η Αμερική. Ο ίδιος φτιάχνει με τις συγχορδίες του άδεια γη ως πέρα, ολόκληρη επιγραφές και υπαίθρια σιωπή μες στο αμερικάνικο σώμα. Μόνο κάτι ζωγραφιές έρωτες πάνω σε πέτρα σκληρή και τ΄όνειρο που ‘γινε προσευχή ή τ΄όνειρο που είναι τώρα φίδι και καρυδιές εμπρός απ΄ το κάθε σπίτι. Ο Τζον Φαχέι φτιαγμένος από μια καινούρια ήπειρο και τους νεκρούς της, ο Φαχέι τεθλασμένος, ισπανικός και αστραπιαίος με στις συγχορδίες του. Ο Φαχέι, φθάνοντας βαθιά μες σ΄έναν κόσμο αλλιώτικο, αγροτικό και θολό, όπως νερά πάνω στα βλέμματα, με τη διακεκριμένη και διακριτική αθωότητά του που είναι μονάχα αμερικάνικη. Μπλουζ του νότου, δύσκολα αισθήματα και η μουσική που βαδίζει πέρα από το τραγούδι, γίνεται ιστορία, με ίχνη μπαρόκ και το μονοφωνικό πρωτογονισμό μιας οριστικά λησμονημένης Αμερικής.
Μια αίσθηση παραπλανημένη οι μελωδίες του Φαχέι, ένας σκοπός υψηλός, να δοθούν οι πραγματικότητες που οι αισθήσεις δεν θα μπορέσουν ποτέ να φθάσουν. Άνθρωπος συνόρων ο κιθαρωδός από την Ουάσιγκτον, ένας άνδρας εθνικός που περιπλέκεται καθώς μιλά με τ΄όργανό του, μια ποσότητα ζωντανή που συλλαμβάνεται, η τελετή με το νόημα η εξωφρενική κιθάρα του Τζόν Φαχέι που όλο θυμάται αποσπάσματα από τον πρώτο κόσμο. Τούτη η Αμερική του Τζον Φαχέι που πέθανε με σπασμένη καρδιά είναι ένα έγκυρο παράδοξο, μες στη σπάταλη ταπεινοφροσύνη της. Έτσι που τελειώνουν οι λόγοι της εθνικής φύσεως, είναι η αγαπημένη, αμερικανική εστία που τραγουδιέται από τον Φαχέι. Τα εξαρθρωμένα ακόρντα του τίποτε περισσότερο από το σόλο του Βασίλη Τσιτσάνη, τα χαμένα χρώματα της επαρχίας και ο Ορφέας που περπατά μες στα χωράφια, διαμελισμένος με τη μνήμη ενός ολόκληρου καημού.
Στο εξώφυλλο του δίσκου του «Ο χορός του θανάτου και άλλες εκλεκτές φυτολογίες» πιστοποιείται ένα δράμα πέρα για πέρα ελληνικό. Ο περατάρης, το σαστισμένο κορίτσι και η απώλεια που λαμβάνει χώρα μες σε μια άνοιξη, σχεδόν ιρλανδική. Η τωρινή σκιά θα κρύβει για καιρό της επιβλητική μνήμη. Μια ανάλογη, επιβλητική φτώχεια. Στο πλαίσιο ενός βάθους μελωδικού, όπως ετούτο του Τζον Φαχέι, η ωραία Αμερική, με την αποκριάτικη μυθολογία της, το παραμύθι που παραφρόνησε μες στον εκσυγχρονισμό του, την αλλοτινή υγεία μιας ιστορίας που εξαντλήθηκε. Ο Τζον Φαχέι θαμμένος στον πορτοκαλεώνα και δίπλα του στοιβαγμένη η παλιά, η αμερικάνικη τέχνη. Με μια ιερότητα απερίγραπτη η τελευταία θα λησμονηθεί. Μαζί και ο κιθαρωδός της Ουάσιγκτον, οι καμέες, μια φυλή ιθαγενών ή ακόμα ο νέος με τον κατακόκκινο σκούφο, το παιδί που ανάβει το κερί, τα πολύχρωμα ξυλόγλυπτα του Χουάν Χούνι. Πάντα ένας βασιλιάς Αιθίοπας στις εθνικές φωτογραφίες και πάντα ο Τζον Φαχέι με την ωραία κιθάρα του και τη μοίρα των μεγάλων. Καθώς η Αθήνα, η Καρχηδόνα και η Ρώμη με τα φρέσκα και τους νωπογράφους. Ανάμεσα στις νότες, τους θανάτους και τ΄αγριολούλουδα χωρεί μια ολόκληρη, υπαίθρια Αμερική.
ΚΑΗΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΟ ΚΑΛΟ, 1978, ΜΟΝΑΧΟ (John Fahey)
Εκείνος που παίζει στη σκηνή είναι βέβαιος.
Πως τα λαϊκά, ευτυχισμένα παιδιά αποκοιμιούνται τώρα σε μακρινούς σταθμούς, ως πέρα την ενδοχώρα. Έχουν κάνει έρωτα κάτω από τον ήλιο και ανταλλάσουν σήματα με φανούς θυέλης. Προτού πέσει η νύχτα στο φαράγγι, τα τρομερά παιδιά αφήνουν κραυγές. Έπειτα ησυχάζουν στα σανιδένια πατώματα και στηρίζουν ολόκληρη τη νύχτα τις σπουδαίες γέφυρές τους. Είναι τα χέρια των παιδιών εκείνων. H Μάγκι Κάσσιντι και η Νέα Αγγλία με τις χριστιανικές Κυριακές, τ΄ασθενικά χρώματα. Μες στο χιόνι ο Τζακ όταν δεν τρέχει στους διαδρόμους με εξωφρενικό θόρυβο κοιτά τον πατέρα που γερνά φτιάχνοντας πολτό για φθηνές εφημερίδες. Κάτω στην πόλη και άλλες φωνές. Ουρλιαχτά χτυπούν τις ήσυχες πόρτες και πρώτη χειρονομία στην εποχή μας.Οι αιρετικοί μες στο σκοτάδι του Σαν Φρανσίσκο.
Ο Τζακ Κέρουακ δηλώνει πως γράφει συνειρμικά σε ρολό τηλεγραφικού χαρτιού. Έχει αυτοπεποίθηση και ας είναι συντρίμμια. Η Αμερική δεν θα χωρούσε στις κανονικές διαστάσεις. Είναι πλατιά και έτσι ο Τζακ μας αφήνει στην αποβάθρα μ΄έναν συμβολισμό. Ακριβώς όπως στάθηκαν οι άνθρωποι και οι δρόμοι. Οι χρήστες στις στοές τους και τις πρωτοποριακές ζώνες της ελεγχόμενης χρήσης.