Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεγονότα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεγονότα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ναυάγιο Εξπρές Σάμινα: Παραλείψεις και ευθύνες

Το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου του 2000 το «Εξπρές Σάμινα» αναχωρεί από τον λιμένα του Πειραιά με 533 άτομα, από τα οποία τα 472 ήταν επιβάτες και τα υπόλοιποι 61 το πλήρωμα. Περί ώρα 22.12 ενώ το πλοίο πλησιάζει να προσεγγίσει τον λιμένα της Παροικιάς (πρωτεύουσα-χώρα) της Πάρου, με ανέμους 8 μποφόρ, 2 μίλια ανοικτά της Πάρου, προσκρούει με ταχύτητα 18 κόμβων, στις νησίδες «Πόρτες Πάρου» με συνέπεια το πλοίο να υποστεί ρήγμα στα δεξιά ύφαλά του, μήκους περίπου τριών μέτρων, στη βάση του δεξιού πτερυγίου ευσταθείας, το νερό να κατακλύσει το μηχανοστάσιο του πλοίου, παίρνοντας γρήγορα κλίση προς τα δεξιά και μετά 25 λεπτά να βυθιστεί.
Μεγάλος πανικός προκλήθηκε στους επιβαίνοντες λόγω της συσκότισης που προκλήθηκε στο πλοίο από ηλεκτρική βλάβη καθώς δεν λειτούργησε ούτε η εφεδρική ηλεκτρογεννήτρια (emergency generator) αλλά και από την απουσία ειδοποίησης της σειρήνας έκτακτης ανάγκης αλλά και της σχετικής ενημέρωσης από τα φορητά μεγάφωνα του πλοίου, με πολλούς από αυτούς να πηδούν στη θάλασσα.

Αρχικά το περιστατικό στο θάλαμο επιχειρήσεων του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας (ΥΕΝ) δεν εμπνέει κάποια ανησυχία παρ' ότι διαφορετική εικόνα έδιναν οι επιβαίνοντες, επικοινωνώντας μέσω κινητών τηλεφώνων με τηλεοπτικούς σταθμούς. Μετά από αρκετή ώρα το Λιμεναρχείο Πάρου διατάσσει όλα τα παραπλέοντα σκάφη να σπεύσουν στον τόπο του ναυαγίου με πρώτους να φτάνουν στο σημείο του ναυαγίου οι ψαράδες, ενώ στη στην συνέχεια και σκάφη του Λιμενικού και βρετανικά πολεμικά που συμμετείχαν σε άσκηση του ΝΑΤΟ. Μέρος των διασωθέντων μεταφέρθηκαν στο στο Κέντρο Υγείας της Πάρου.  Ο λιμενάρχης Πάρου, Δημήτρης Μάλαμας, έχασε τη ζωή του το ίδιο βράδυ από το άγχος και την πίεση κατά τη διάρκεια της επιχείρησης για τη διάσωση των ναυαγών.

Έπειτα από 12μηνη έρευνα, οι διορισμένοι πραγματογνώμονες (Απ. Παπανικολάου, καθηγητής ΕΜΠ, Ι. Βεντούρας, πλοίαρχος Α' τάξεως, Γ. Δημητριάδης, αντιπλοίαρχος Π.Ν., Θ. Λουκάκης, καθηγητής ΕΜΠ και Εμ. Μανιός, ναυπηγός) παρέδωσαν στις 25 Σεπτεμβρίου του 2001 στον ειδικό εφέτη ανακριτή την έκθεσή τους.

Συγκεκριμένα:
Οι χειρισμοί του πληρώματος φυλακής γέφυρας ακόμα λίγα λεπτά πριν τη πρόσκρουση ήταν ανεπαρκείς, προκειμένου να αποφευχθεί η σύγκρουση. Περίπου 15 λεπτά πριν την πρόσκρουση, το πλοίο ερήμην των κανόνων ασφαλούς πλοήγησης σε συνδυασμό με τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν και εκτός ελέγχου της πραγματικής του θέσης, έπλεε με χρήση αυτόματου πιλότου (autopilot) με ευθύνη του πληρώματος φυλακής γέφυρας και το ακριβές στίγμα του πλοίου δεν ήταν γνωστά στον υποπλοίαρχο.
Κατά παράβαση του πιστοποιητικού ασφαλείας, οι υδατοστεγείς πόρτες ήταν όλες ανοιχτές ενώ θα έπρεπε να ήταν ερμητικά κλειστές, με ευθύνη του πλοιάρχου και του υποπλοιάρχου.
Οι αξιωματικοί του μηχανοστασίου μετά την πρόσκρουση δεν ειδοποίησαν έγκαιρα τον πλοίαρχο και τον υποπλοίαρχο για την ύπαρξη ρήγματος, παραλείποντας να κλείσουν τις υδατοστεγείς πόρτες (ηλεκτρικό πίνακα ή το χειροκίνητο σύστημα) τις 3 από τις 11 με αποτέλεσμα την ταχεία κατάκλυση υδάτων στο εσωτερικό του σκάφους. Η καθυστέρηση ειδοποίησης του πλοιάρχου ήταν 8-10 λεπτά.
Δεν τέθηκε σε λειτουργία η σειρήνα έκτακτης ανάγκης για εγκατάλειψη του πλοίου και της σχετικής ενημέρωσης από τα μεγάφωνα του πλοίου, με ευθύνη του πλοιάρχου καθώς επίσης δεν υπήρξε καθοδήγηση από το ανωτέρω πλήρωμα, για οργανωμένη εκκένωση του πλοίου.
Πολλά σωσίβια δεν ήταν εφοδιασμένα με λαμπτήρες σήμανσης και δεν διέθεταν σφυρίχτρες.
Το πλοίο λίγο μετά την πρόσκρουση βυθίστηκε στο σκοτάδι, η ηλεκτρογεννήτρια έκτακτης ανάγκης (emergency generator) εντός ολίγων λεπτών μετά την σύγκρουση λόγω βλάβης έπαψε να λειτουργεί.
Η παράλειψη διαβίβασης στίγματος του ναυαγίου, με αποτέλεσμα τη δυσχέρεια των ενεργειών έρευνας και διάσωσης με ευθύνη του πλοιάρχου και του ασυρματιστή του πλοίου. O ασυρματιστής ισχυρίστηκε πως από την πρώτη στιγμή έδωσε το στίγμα μέσω του «Ολύμπια Ράδιο» και του «Καναλιού 4».

Σε ανθρώπινο λάθος επισημαίνει στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης που κατέθεσε στις 31 Μαΐου του 2001 ο δύτης Νικόλαος Λαμπράκος καθώς το πλοίο ακολουθούσε λάθος ρότα (40-50 μοίρες) ενώ δεν τέθηκαν σε λειτουργία οι υδατοστεγείς πόρτες. Ο δύτης είχε καταγγείλει κατά τις πρώτες του καταδύσεις τον Οκτώβριο του 2000 ότι γίνονταν προσπάθειες αλλοίωσης των στοιχείων του ναυαγίου. Συγκεκριμένα είχε αναφέρει πως κατά την πρώτη του κατάδυση στο πλοίο, το ραντάρ ήταν ακέραιο και μετά το βρήκε σπασμένο, ενώ από τη γέφυρα κάποια όργανα της κονσόλας είχαν αφαιρεθεί αλλά και συρτάρια που είχαν ψαχτεί αλλά και ότι κατά τις πρώτες μέρες του ναυαγίου βρέθηκαν ηλεκτρόδια οξυγονοκοπής στο βυθό. Στον πλοίαρχο, τον υποπλοίαρχο και την ελλειπή εκπαίδευση του πληρώματος επέρριψε τις ευθύνες για το ναυάγιο και ο παραιτηθείς δύτης Ηλίας Στεφανάκος.
Ο Πέτρος Μαντούβαλος, συνήγορος του υποπλοιάρχου Αναστάσιου Ψυχογιού, είχε αμφισβητήσει την αξιοπιστία των δύο δυτών και είχε ζητήσει από τον ειδικό εφέτη-ανακριτή την εξαίρεση τους από προανακριτικό έργο. Το ποινικό μητρώο του δύτη Ν. Λαμπράκου βαρύνονταν με κατηγορίες και καταδίκες για κλοπές σε βαθμό κακουργήματος και εξαιρέθηκε από τις έρευνες προσωρινά μέχρι να του δοθεί αθωωτικό βούλευμα για τις κατηγορίες.

Ο Ηλίας Στεφανάκος αναγκάστηκε να παραιτηθεί κάτω από το βάρος των πιέσεων του συνήγορου υπεράσπισης Πέτρου Μαντούβαλου αλλά και με την παρουσία του στα γραφεία της πλοιοκτήτριας εταιρείας την ημέρα του θανάτου του εφοπλιστή Παντελή Σφηνιά που όξυναν την ήδη βεβαρυμένη κατάσταση γι' αυτόν. Ο Ηλ. Στεφανάκος διαγράφηκε από τον πίνακα Πραγματογνωμόνων Πρωτοδικείου Πειραιώς επειδή «δεν διαθέτει τα ουσιαστικά κυρίως προσόντα που απαιτούνται και δεν είναι πρόσωπο κατάλληλο για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης». Ο Ηλίας Στεφανάκος είχε επιληφθεί και για το ναυάγιο.

Ερνέστο Τσε Γκεβάρα και η Επανάσταση στην Κούβα

Ο Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα (Ernesto Guevara de la Serna) (14 Μαΐου[1][2] 1928 στο Ροσάριο, Αργεντινή; † 9 Οκτωβρίου 1967 στη Λα Ιγκέρα (La Higuera), Βολιβία), γνωστός ως Τσε Γκεβάρα, ήταν Αργεντινός γιατρός, κομμουνιστής Μαρξιστής - Λενινιστής επαναστάτης, ένας από τους αρχηγούς των ανταρτών στην Κούβα και πολιτικός. Συμμετείχε στο κίνημα της 26ης Ιουλίου που πέτυχε την ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος του Φουλχένσιο Μπατίστα στην Κούβα, αρχικά προσφέροντας τις ιατρικές γνώσεις του και αργότερα ως διοικητής των ανταρτών, ενώ υπήρξε μέλος της επαναστατικής κουβανικής κυβέρνησης προωθώντας ριζικές μεταρρυθμίσεις. Το 1965, πιστός στη νίκη της επανάστασης στην Κούβα, έφυγε με στόχο την οργάνωση νέων επαναστατικών κινημάτων στο Κονγκό και αργότερα στη Βολιβία, όπου τραυματίστηκε, συνελήφθη και δολοφονήθηκε.
Όπως και ο Μάο Τσετούνγκ, ο Ερνέστο Γκεβάρα ανάπτυξε θεωρίες πάνω στη στρατηγική και την τακτική του μοντέρνου ανταρτοπολέμου και προσπάθησε να εφαρμόσει τις θεωρίες στην πράξη. Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1954, ο Γκεβάρα ταξίδεψε στο Μεξικό, που αποτελούσε κοινό προορισμό εξόριστων Λατινοαμερικανών, από χώρες όπως το Πουέρτο Ρίκο, το Περού, η Βενεζουέλα, η Γουατεμάλα και η Κούβα. Στην πόλη του Μεξικού, συνάντησε τον Κουβανό εξόριστο Νίκο Λόπες, γνώριμό του από την περίοδο της παραμονής του στη Γουατεμάλα, ενώ επανασυνδέθηκε και με την Ίλδα Γκαδέα. Προκειμένου να συντηρείται οικονομικά, εργάστηκε ως γιατρός και ως φωτογράφος, εν μέσω πολλαπλών επαγγελματικών κρίσεων και οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπισε κατά διαστήματα. 

Το καλοκαίρι του 1955, ήρθε σε επαφή με τον αδελφό του Φιδέλ Κάστρο, Ραούλ, από τον οποίο πληροφορήθηκε την επικείμενη άφιξη του Κάστρο στο Μεξικό. Στις αρχές Ιουλίου του 1955, o Γκεβάρα συνάντησε για πρώτη φορά τον Φιδέλ Κάστρο, o οποίος ήταν αρχηγός των "Moνκαντίστας", και είχε καταφύγει στο Μεξικό μετά την αποφυλάκισή του, αποτέλεσμα της χάρης που του δόθηκε από τον Μπατίστα. Την πρώτη συνάντησή τους ακολούθησαν πολυάριθμες συναντήσεις και συζητήσεις γύρω από την πολιτική κατάσταση στη Λατινική Αμερική και το ενδεχόμενο της οργάνωσης μίας επανάστασης ενάντια στη δικτατορία του Μπατίστα. Την ίδια περίπου περίοδο, η Γκαδέα του ανακοίνωσε πως ήταν έγκυος και ο Γκεβάρα της πρότεινε γάμο, ο οποίος τελέστηκε τελικά στις 18 Αυγούστου 1955, στο ληξιαρχείο του μεξικανικού χωριού Τεποτσοτλάν. 

Μετά τη μάχη στη Σάντα Κλάρα, 1η Ιανουαρίου, 1959. Πεπεισμένος πως ο Κάστρο είχε τις προϋποθέσεις να αποτελέσει ένα χαρισματικό ηγέτη της κουβανικής επανάστασης, ο Γκεβάρα συμμετείχε στο κίνημα της 26ης Ιουλίου, με στόχο την ένοπλη δράση για την ανατροπή του κουβανικού καθεστώτος. Ο Γκεβάρα συμφώνησε να τους συνοδεύσει με την ιδιότητα του γιατρού, ωστόσο έλαβε κανονικά μέρος στην στρατιωτική εκπαίδευση των ανταρτών, το βασικό στάδιο της οποίας ξεκίνησε στις αρχές του 1956, υπό τις οδηγίες του Μεξικανού παλαιστή Αρσάνιο Βαγένας σε ζητήματα εκγύμνασης και αυτοάμυνας, καθώς και του πρώην συνταγματάρχη του Ισπανικού Δημοκρατικού Στρατού, Αλπέρτο Μπάγιο. 

Στα απομνημονεύματα του Μπάγιο, πληροφορούμαστε πως ο Γκεβάρα επέδειξε μεγάλη θέληση κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης, αποτελώντας τον καλύτερο μαθητή του. Την ίδια περίοδο, θεωρείται πιθανό πως απέκτησε το παρωνύμιο Τσε (Che), εξαιτίας της συχνής χρήσης της λέξης che (φίλος ή και επιφώνημα: Ε εσύ!) που έκανε ο ίδιος μιλώντας, έκφραση που αν και είχε εισαχθεί στη γλώσσα των Αργεντινών, φαινόταν αστεία στους Κουβανούς. Στις 25 Νοεμβρίου του 1956, 82 επαναστάτες, μεταξύ αυτών και ο Τσε Γκεβάρα, ταξίδεψαν με το πλοιάριο Granma, από τον ποταμό Τούξπαν του Mεξικoύ με προορισμό την Κούβα, στην οποία έφθασαν τελικά στις 2 Δεκεμβρίου. Κατά την απόβασή τους, δέχθηκαν επίθεση από τα στρατεύματα του καθεστώτος, από την οποία επέζησαν 15-20 αντάρτες που κατάφεραν να ανασυνταχθούν και να καταφύγουν στα βουνά της Σιέρρα Μαέστρα. 

Με σημείο εκκίνησης την επίθεση αυτή, ο ρόλος του Τσε Γκεβάρα στον ανταρτοπόλεμο διαφοροποιήθηκε σταδιακά, αντιλαμβανόμενος o ίδιος όλο και λιγότερο ως μοναδικό καθήκον του την ιατρική συμπαράσταση, και λαμβάνοντας ενεργό μέρος στις ένοπλες δραστηριότητες τον επαναστατών. Η αποφασιστικότητά του και οι ικανότητες του, σύντομα οδήγησαν στην άνοδό του στην ιεραρχία του αντάρτικου σώματος, κερδίζοντας το σεβασμό των υπολοίπων ανταρτών, χωρίς να απουσιάζει και το αίσθημα του φόβου που προκαλούσε ενίοτε η σκληρότητά του, υπεύθυνος ο ίδιος για εκτελέσεις ανταρτών που λειτουργούσαν ως πληροφοριοδότες του κουβανικού καθεστώτος.
Υπήρξε ο πρώτος αντάρτης, στον οποίο δόθηκε το αξίωμα του Κομαντάντε του Επαναστατικού Στρατού της Κούβας, στις 21 Ιουλίου 1957. Αν και μέχρι τότε αποτελούσε έναν απλό οπλίτη, χωρίς να έχει διακριθεί ιδιαιτέρως σε στρατιωτικό επίπεδο αλλά έχοντας επιδείξει γενναιότητα και αρχηγικές δεξιότητες, ο Κάστρο του εμπιστεύτηκε την ηγεσία της Δεύτερης Φάλαγγας του αντάρτικου στρατού (για λόγους παραλλαγής έφερε τον αριθμό 4), έχοντας έτσι μόνο τον Κομαντάντε εν Σέφε Φιδέλ Κάστρο ως ανώτερό του. 

Η μεγαλύτερη ίσως στρατιωτική επιτυχία του Τσε Γκεβάρα υπήρξε η κατάκτηση της Σάντα Κλάρα στις 29 Δεκεμβρίου 1958, μία καθοριστική στιγμή στην ιστορία της κουβανικής επανάστασης. Είχαν προηγηθεί δύο χρόνια ανταρτοπολέμου στην Σιέρρα Μαέστρα εναντίον του πολύ μεγαλύτερου στρατού του Μπατίστα, o οποίος δεχόταν και την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών. Με την κατάκτηση της Σάντα Κλάρα, ο δρόμος για την πρωτεύουσα Αβάνα ήταν πλέον ελεύθερος και την 1η Ιανουαρίου του 1959, ο δικτάτορας Μπατίστα εγκατέλειψε την Κούβα, με προορισμό την Δομινικανή Δημοκρατία. Την μάχη στη Σάντα Κλάρα ακολούθησαν και άλλες σημαντικές πολεμικές συγκρούσεις, πριν την τελική επικράτηση των ανταρτών.

Η απόπειρα διάσωσης του Κουρσκ

Τον Αύγουστο του 2000 το ρωσικό υποβρύχιο Κουρσκ, κλάσης «Όσκαρ ΙΙ», βυθίστηκε στα ανοιχτά της Θάλασσας του Μπάρεντς κατά τη διάρκεια άσκησης. Η βύθιση του Κουρσκ, σύμφωνα με τις επίσημες πηγές της Ρωσικής κυβέρνησης, επήλθε όταν προκλήθηκε έκρηξη εξαιτίας διαρροής καυσίμων υπεροξείδιου του υδρογόνου από μια ελαττωματική τορπίλη που έφερε το υποβρύχιο. Μία απόπειρα διάσωσης των 118 μελών του πληρώματος που βρισκόταν εγκλωβισμένοι στο υποβρύχιο και η οποία επιχειρήθηκε από Νορβηγούς και Βρετανούς δύτες λίγες μέρες μετά το συμβάν που οδήγησε στη βύθιση, δεν απέδωσε καρπούς. Δεκατέσσερεις μήνες αργότερα, το Ρωσικό Ναυτικό σε συνεργασία με την Ολλανδική κοινοπραξία των εταιρειών Smit Internationale και Μαμούτ, ανέσυρε την πλειονότητα των σορών των επιβαινόντων στο υποβρύχιο. 
Οι απόπειρες διάσωσης από την πλευρά της Ρωσίας 
Ρωσικό Χαμηλού Βάθους Διασωστικό Σκάφος (DSRV) τύπου AS-28. Σκάφος αυτού του τύπου προσπάθησε να πραγματοποιήσει επαφή με το Κουρσκ. Στις 14 Αυγούστου ο Βλαντιμίρ Κουρογιέντοβ, δηλώνει πως οι πιθανότητες διάσωσης πληρώματος μεταξύ 100 με 130 ανθρώπων "δεν είναι πολύ καλές". Την ίδια μέρα δόθηκε εντολή να κινηθούν τέσσερα πολεμικά πλοία και τρία υποβρύχια στην περιοχή του ατυχήματος. Ένα σωστικό πλοίο κατέβασε σύμφωνα με τον Κουρογιέντοβ, έναν "κώδωνα" που παρείχε Οξυγόνο στο υποβρύχιο. Το Κουρσκ βρισκόταν σε επαφή μέσω ασυρμάτου με τα πλοία στην επιφάνεια και το υπουργείο εθνικής άμυνας τόνισε πως δεν υπήρχε άμεσος κίνδυνος αφού το υποβρύχιο μπορεί να μείνει βυθισμένο μέχρι και τέσσερις μήνες. 

Η τυπική διαδικασία διάσωσης θα ήταν το πλήρωμα να ερχόταν στην επιφάνεια με τον "κώδωνα" ή με μια "κάψουλα" που θα κατέβαινε στο υποβρύχιο και θα προσαρμοζόταν στην καταπακτή του. Εναλλακτική λύση, που θεωρείτο εξαιρετικά δύσκολη, θα ήταν τα μέλη του πληρώματος να εγκατέλειπαν το υποβρύχιο μέσω των σωλήνων τορπιλών και να κολυμπούσαν στην επιφάνεια στα παγωμένα νερά της Θάλασσας του Μπάρεντς. Διευθυντής των επιχειρήσεων διάσωσης ήταν ο ναύαρχος Βγιάτσεσλαβ Ποπόβ. Ο Τζέημς Μπήβερ, ανταποκριτής του δικτύου πληροφοριών Jane's ανέφερε πως το δεύτερο ενδεχόμενο δεν ήταν δυνατόν εφόσον από την έκρηξη είχαν πλημμυρίσει τα τμήματα των τορπιλών. Πέραν τούτου, ειδικοί επεσήμαναν τον κίνδυνο των ναυτών να πεθάνουν κατά την ανάδυση από το μεγάλο βάθος και τις εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες του Αρκτικού Ωκεανού. 

Κατά συνέπεια, η διάσωση δεν έχει τόσο μεγάλη άνεση χρόνου όσο υποδεικνύεται από τις ρωσικές αρχές. Τελικά την ίδια μέρα καταφθάνουν άλλα τρία πολεμικά πλοία του Ρωσικού Ναυτικού και μαζί τους ένα ρωσικό αεροπλανοφόρο. Οι Ρώσοι, ενώ διέθεταν υποβρύχια κλάσης India, δεν μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν επειδή τα είχαν αποσύρει για μείωση κόστους του ναυτικού. Στις 15 Αυγούστου 2000, η επιχείρηση καθόδου κώδωνα στο Κουρσκ, με σκοπό την ανάκτηση ηλεκτρικού και την παροχή Οξυγόνου απέτυχε και μία δεύτερη απόπειρα έγινε αμέσως μετά. Εξαιτίας όμως της πολύ χαμηλής ορατότητας και των κυμάτων ύψους σχεδόν τεσσάρων μέτρων και οι δύο προσπάθειες ήταν ανεπιτυχείς εφόσον οι διασώστες δεν κατάφεραν να προσεγγίσουν με ρομποτικά τηλεκατευθυνόμενο όχημα, μία καταπακτή κινδύνου του Κουρσκ. 

Οι Ρωσικές αρχές υπολογίζουν το ενδεχόμενο χρήσης φουσκωτών πλωτήρων για τη διάσωση των εγκλωβισμένων στο υποβρύχιο, ενώ η επικοινωνία μέσω ασυρμάτου με το πλοίο που είχε επανακτηθεί τη Δευτέρα 14 Αυγούστου, χάνεται μάλλον εξαιτίας έλλειψης ηλεκτρικού που προήλθε από το κλείσιμο των αντιδραστήρων από μέλη του πληρώματος. Την επόμενη μέρα, ένα βαθυσκάφος κλάσης Bester (Deep Submergence Rescue Vehicle - Χαμηλού Βάθους Διασωστικό Σκάφος), κατόρθωσε να προσεγγίσει το Κουρσκ, αλλά δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει επαφή εξαιτίας καιρού, ισχυρών ρευμάτων και χαμηλής ορατότητας. Την ίδια μέρα ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος βρίσκεται σε διακοπές, χαρακτηρίζει την κατάσταση κρίσιμη. Η Ρωσία συμβουλεύεται με ειδικούς του ΝΑΤΟ σε υποβρύχιες διασώσεις και τελικά ζητά τη βοήθεια της Μεγάλης Βρετανίας και της Νορβηγίας για τη διάσωση των επιβαινόντων στο Κουρσκ. Η απόπειρα διάσωσης από Βρετανούς και Νορβηγούς.

Γενικό πλάνο των επιμέρους διαμερισμάτων του Κουρσκ. Η Βρετανία στέλνει ένα αεροπλάνο με πλήρωμα και εξοπλισμό καθώς και ένα σκάφος διάσωσης που προσγειώνεται στo Τρόντχαϊμ της Νορβηγίας αργά το βράδυ της Τετάρτης 16 Αυγούστου του 2000. Το Βρετανικό υποβρύχιο LR5, πρόκειται να μεταφερθεί στη Ρωσία το Σάββατο 19 Αυγούστου. Ο Πρόεδρος της Ρωσίας, Πούτιν δίνει εντολή αποδοχής οποιασδήποτε βοήθειας από οποιαδήποτε χώρα, που μπορεί να βοηθήσει στη διάσωση του Κουρσκ. Σύμφωνα με τον αντιπλοίαρχο Βλάντισλαβ Ίλγιιν η εντολή δίνεται κατόπιν τηλεφωνικής συνομιλίας μεταξύ Πούτιν με τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον. Οι ελπίδες διάσωσης επικεντρώνονται τώρα στο Βρετανικό LR5, που μπορεί να φτάσει σε βάθος 457 μέτρων και στο διμελές πλήρωμα του. Το σχέδιο διάσωσης εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα προσκόλλησης του LR5 στην καταπακτή κινδύνου του βυθισμένου προς διάσωση υποβρυχίου και τη μεταφορά στην επιφάνεια ομάδων 16 ατόμων κάθε φορά. Το Κουρσκ εν τω μεταξύ, λέγεται πως έχει πάρει κλίση που μπορεί να είναι και 60 μοίρες, αλλά αυτό θεωρητικά δεν αποτελεί πρόβλημα για το LR5, γιατί με τη βοήθεια σφηνοειδούς κατασκευής που διαθέτει μπορεί να προσκολληθεί σε υποβρύχιο που βρίσκεται σε κλίση. Η κατάσταση όμως θεωρείται δύσκολη γιατί έχει περάσει πολύς χρόνος και το Βρετανικό διασωστικό υποβρύχιο βρίσκεται ακόμη στο Τρόντχαϊμ, όπου τοποθετείται ο εξοπλισμός των δυτών, διαδικασία χρονοβόρα.

Στις 17 Αυγούστου 2000, λαμβάνονται εικόνες του Κουρσκ από τηλεκατευθυνόμενη κάμερα που δείχνουν τις ζημιές που έχει υποστεί το υποβρύχιο. Το Κουρσκ φαίνεται να έχει κλίση γύρω στις 20 μοίρες και όχι 60 όπως θεωρείτο αρχικά. Έχει το περισκόπιο του σηκωμένο, γεγονός που δηλώνει πως το πλήρωμα δεν μπόρεσε να αντιδράσει έγκαιρα στα αίτια της βύθισης, η δεξιά έξοδος των τορπιλών είναι ανοιχτή όπου και διακρίνονται συντρίμμια. Η επιχείρηση διάσωσης που πρόκειται να λάβει χώρα, περιλαμβάνει συνάντηση Ρώσων δυτών με Βρετανούς και Νορβηγούς διασώστες την Παρασκευή 18 ή το Σάββατο 19 Αυγούστου στην περιοχή όπου βρίσκεται το Κουρσκ. Εκεί θα καταδυθεί το LR5 με διμελές πλήρωμα του (μαζί με 2 Ρώσους τεχνικούς και έναν Ρώσο γιατρό). Αν καταφέρει να προσκολληθεί σε καταπακτή κινδύνου θα ανασύρονται 15 άτομα σε κάθε διαδρομή. Ωστόσο, ο πρωθυπουργός της Ρωσίας Μιχαήλ Κασυάνοβ περιγράφει την κατάσταση στο Κουρσκ "σχεδόν καταστροφική" εφόσον από την Τετάρτη δεν έχουν δοθεί σημεία ζωής στο υποβρύχιο. 

Την Παρασκευή οι απόπειρες διάσωσης από πλευράς Ρωσίας συνεχίζονται ανεπιτυχώς. Ρώσοι διασώστες προσεγγίζουν μία καταπακτή ασφαλείας του Κουρσκ, αλλά δεν μπορούν να την ανοίξουν λόγω ζημιών που έχει υποστεί. Το Πεντάγωνο αναφέρει πως δεν έχει λάβει απάντηση σε προσφορά παροχής στρατιωτικής βοήθειας που έκανε ο υπουργός Εθνικής Άμυνας των ΗΠΑ, Γουΐλιαμ Κοέν, την προηγούμενη ημέρα σε Ρωσικές αρχές. Ο αναπληρωτής πρωθυπουργός της Ρωσίας Ιλία Κλεμπάνοβ αναφέρει πως υπάρχει μία "τρομακτική τρύπα" στην πλευρά του Κουρσκ όπου βρισκόταν το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματος υπονοώντας πως δεν υπήρχαν περιθώρια διαφυγής και πως το υποβρύχιο υπέστη "καταστροφή που εξαπλώθηκε με αστραπιαία ταχύτητα". 
Το Σάββατο 19 Αυγούστου 2000, μία εβδομάδα μετά τις εκρήξεις στο Κουρσκ, καταφθάνει στο σημείο του συμβάντος το Νορβηγικό ανεφοδιαστικό πλοίο Normand Pioneer, που μεταφέρει το Βρετανικό βαθυσκάφος διάσωσης LR5. Πέντε μίλια μακριά από το σημείο όπου βρίσκεται το Κουρσκ γίνονται διαβουλεύσεις μεταξύ Ρώσων, Βρετανών και Νορβηγών για το πως θα εξελιχθεί η επιχείρηση. Εντούτοις, δύο ώρες νωρίτερα, ο Ρώσος επικεφαλής του προσωπικού του Βορείου Στόλου, Μιχαήλ Μοτσάκ, δηλώνει στη Ρωσική τηλεόραση πως κατά πάσα πιθανότητα, όσα μέλη του πληρώματος βρισκόντουσαν στο μπροστινό μέρος του υποβρυχίου τη στιγμή της έκρηξης, σκοτώθηκαν στα πρώτα λεπτά του ατυχήματος. Ο ίδιος θεωρεί πως μπορεί να υπάρχει "αέρας στο υποβρύχιο, αλλά η πίεση του αέρα πρέπει να είναι πολύ, πολύ μεγάλη, γεγονός που δεν προωθεί την καλή υγεία, καθώς τα επίπεδα του Οξυγόνου θα είναι επικίνδυνα χαμηλά".

Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης νύχτας οι Ρώσοι διασώστες καταβάλλουν προσπάθειες να προσεγγίσουν το Κουρσκ, αλλά αποτυγχάνουν για άλλη μια φορά. Ενώ έχουν καταφέρει να προσκολληθούν σε καταπακτές κινδύνου, αδυνατούν να σφραγίσουν την επαφή. Ο εκπρόσωπος του Ρωσικού Ναυτικού, Ιβάν Ντιγκάλο, δηλώνει: "Η άφιξη των Βρετανών διασωστών δεν πρέπει να μας φαίνεται σαν πανάκεια, γιατί και αυτοί θα αντιμετωπίσουν τα ίδια προβλήματα". Η ρώσικη κοινή γνώμη αρχίζει να αντιδρά εξαιρετικά έντονα πλέον στα γεγονότα που εξελίσσσονται στη θάλασσα του Μπάρεντς.

Την Κυριακή 20 Αυγούστου 2000, οι Βρετανοί διασώστες συγκεντρώνονται 8 χιλιόμετρα από τη περιοχή όπου βρίσκεται το Κουρσκ και τρεις ώρες αργότερα εμφανίζονται και οι Νορβηγοί. Σύμφωνα με τις Ρωσικές αρχές και συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Ιλία Κλεμπάνοβ, "η απόλυτη πλειοψηφία του πληρώματος έχει πεθάνει στα πρώτα δύο λεπτά της καταστροφής... συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ήταν υπεύθυνοι για τον έλεγχο του υποβρυχίου" 

"Θεωρούμε ότι το Βρετανικό σωστικό βαθυσκάφος, δε θα έχει τη δυνατότητα να προσκολληθεί, αφού θα χρησιμοποιήσει τς ίδιες μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν από τις Ρωσικές κάψουλες". Στη Ρωσική τηλεόραση, στο δίκτυο RTR, αναφέρεται πως οι διασώστες με ειδικές στολές θα προσπαθήσουν να προσεγγίσουν το Κουρσκ και να ανοίξουν με τα χέρια, την καταπακτή κινδύνου του υποβρυχίου. Αν τα καταφέρουν, θα προχωρήσουν στο θάλαμο και θα προσπαθήσουν να διαβάσουν τα όργανα που μετρούν την πίεση του νερού στο εσωτερικό του υποβρυχίου. Αν αυτή βρίσκεται σε κανονικά επίπεδα, τα πληρώματα θα ξεκινήσουν να αντλούν το θαλάσσιο νερό που προφανώς θα έχει γεμίσει το σκάφος. Την ίδια μέρα συγκαλείται κατόπιν εντολής του Γουΐλιαμ Κοέν, ομάδα Αμερικανών μηχανικών, γιατρών και δυτών που θα φτάσουν στο σημείο του ατυχήματος και θα προσπαθήσουν να συνεισφέρουν στην επιχείρηση. Οι Αμερικάνοι, θα έχουν υπολογιστικούς συνδέσμους με στρατιωτικές εγκαταστάσεις στις ΗΠΑ.

Οι Νορβηγοί δύτες πλησιάζουν τα συντρίμμια του Κουρσκ και λαμβάνουν βίντεο που επιβεβαιώνει τις αρχικές προβλέψεις Ρώσων αξιωματικών, ότι το μεγαλύτερο τμήμα ή όλο το πλήρωμα είναι νεκροί. Ο Ιλία Κλεμπάνοβ αναφέρει ότι το βίντεο απεικονίζει μαζική φθορά στο Κουρσκ, που επικεντρώνεται στον μπροστινό μέρος και στον πυργίσκο του υποβρυχίου, ενώ ζημιές σημειώνονται και στο πίσω μέρος.
Νορβηγοί διασώστες αναφέρουν πως η καταπακτή διαφυγής του Κουρσκ μπορεί να αφαιρεθεί, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με παλιότερες προβλέψεις ρωσικών αρχών που υποστήριζαν ότι η καταπακτή είχε υποστεί εκτεταμένες ζημιές. Δύο Νορβηγοί δύτες πετούν με ελικόπτερο στο Βιντγιάεβο για να μελετήσουν ένα υποβρύχιο παρόμοιο με το Κουρσκ, πριν αποφασίσουν για το επόμενο στάδιο της διάσωσης. Ο Νορβηγός υποναύαρχος Άιναρ Σκόργκεν που ηγείται της αποστολής, αναφέρει πως θα μελετηθεί από αυτούς τους δύο δύτες, τι βρίσκεται μέσα σε μια καταπακτή κινδύνου, επειδή "πρέπει να ξεκαθαριστούν οι συνέπειες ανοίγματος της καταπακτής". Επίσης δηλώνει πως οι Νορβηγοί διασώστες "έχουν να διανύσουν ακόμη πολύ δρόμο" πριν από οποιαδήποτε προσπάθεια ανοίγματος των καταπακτών. Στο CNN, δήλωσε πως η επιχείρηση προχωρά όσο πιο γρήγορα γίνεται χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο υγεία των δυτών.

Νωρίς το πρωί της 21ης Αυγούστου του 2000, εννέα μέρες μετά τις εκρήξεις στο Κουρσκ, αναφέρεται πως οι Νορβηγοί δύτες κατάφεραν να ανοίξουν την πίσω καταπακτή του Ρωσικού υποβρυχίου. Σύμφωνα με αυτές τις αναφορές, οι δύτες δεν εντόπισαν σημεία ζωής από το υποβρύχιο. Ωστόσο η αποστολή θα συνεχιστεί και οι δύτες σκοπεύουν να προχωρήσουν στα ενδότερα διαμερίσματα του Κουρσκ, όπου όμως μπορεί να υπάρχουν επικίνδυνα χημικά που προήλθαν από τις εκρήξεις. Σε αναμονή βρίσκεται και το Βρετανικό διασωστικό βαθυσκάφος που βρίσκεται στην περιοχή από το Σάββατο.

Τελικά δέκα μέρες μετά τις εκρήξεις (Τρίτη, 22 Αυγούστου 2000), οι Νορβηγοί δύτες καταφέρνουν να εισέλθουν στα εσωτερικά διαμερίσματα του Κουρσκ όπου διαπιστώνουν ότι είναι όλα πλημμυρισμένα. Προφανώς επιβεβαιώνεται πως όλοι οι επιβαίνοντες στο Κουρσκ είναι νεκροί. Ο Πουτιν ονομάζει την ημέρα "μέρα πένθους" και οι σημαίες βρίσκονται μεσίστια σε όλη τη Ρωσία. Ο Νορβηγός υποναύαρχος υπεύθυνος της αποστολής, Άιναρ Σκόργκεν, σε ραδιοφωνική συνέντευξή του δηλώνει πως είναι δύσκολο να ανασυρθούν τα πτώματα γιατί η "ανάσυρση πτωμάτων είναι εντελώς διαφορετικού τύπου επιχείρηση". Νοσοκομειακό πλοίο που μεταφέρει συγγενείς των θυμάτων πρόκειται να καταφτάσει στην περιοχή. Το τελευταίο που απομένει για τη Ρωσική κυβέρνηση είναι η ανάσυρση του Κουρσκ, εφόσον φέρει μερικά από τα πιο ανεπτυγμένα ρωσικά οπλικά συστήματα και αφετέρου για πρόληψη μόλυνσης του περιβάλλοντος από ενδεχόμενη διαρροή ραδιενέργειας από τους πυρηνικούς αντιδραστήρες του.

Επιχείρηση "Ουρανός"

Επιχείρηση Ουρανός (ρώσικα: Операция «Уран») ήταν η κωδική ονομασία της σοβιετικής στρατηγικής επιχείρησης στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο η οποία είχε ως αποτέλεσμα την περικύκλωση της γερμανικής 6ης Στρατιάς, της 3ης και 4ης ρουμάνικης Στρατιάς και τμημάτων της γερμανικής 4ης Στρατιάς Πάντσερ. Η επιχείρηση αποτέλεσε μέρος της εξελισσόμενης Μάχης του Στάλινγκραντ, και είχε στόχο την καταστροφή των γερμανικών δυνάμεων που βρίσκονταν μέσα και γύρω από το Στάλινγκραντ. 
Ο σχεδιασμός της Επιχείρησης Ουρανός είχε ξεκινήσει από τον Σεπτέμβριο του 1942 και εξελίχθηκε παράλληλα με σχέδια για την περικύκλωση και καταστροφή της Ομάδας Στρατιών Κέντρου (Mitte) και των γερμανικών δυνάμεων στον Καύκασο. Ο Κόκκινος Στρατός επωφελήθηκε από το γεγονός ότι οι γερμανικές δυνάμεις στη νότια Σοβιετική Ένωση είχαν απλωθεί σε μεγάλο μέτωπο, χρησιμοποιώντας τις πιο αδύνατες ρουμάνικες και ιταλικές στρατιές για την φύλαξη των πλευρών τους. Τα αρχικά σημεία της επίθεσης καθορίστηκαν κατά μήκος του μετώπου ακριβώς απέναντι από τις ρουμάνικες δυνάμεις οι οποίες δεν είχαν τον απαραίτητο βαρύ οπλισμό για να αντιμετωπίσουν τα σοβιετικά άρματα. 

Με δεδομένο το μήκος μετώπου που προέκυψε από το γερμανικό Μπλε Σχέδιο (Fall Blau), που στόχευε στην κατάληψη της πόλης του Στάλινγκραντ και των πετρελαιοπηγών του Καυκάσου, οι Γερμανοί και οι υπόλοιπες δυνάμεις του Άξονα ήταν αναγκασμένοι να φρουρούν τομείς πολύ μεγαλύτερους από αυτούς που ήταν ικανοί. Η κατάσταση χειροτέρεψε από την απόφαση να μεταφερθούν μερικές μηχανοκίνητες μεραρχίες από την Σοβιετική Ένωση στην Δυτική Ευρώπη. Επιπλέον, οι μονάδες στην περιοχή είχαν εξαντληθεί από τις πολύμηνες μάχες, ιδίως αυτές που έλαβαν μέρος στις μάχες στο Στάλινγκραντ. 

Οι Γερμανοί διέθεταν μόνο το 48ο Σώμα Πάντσερ, το οποίο είχε την δύναμη μιας μεραρχίας πάντσερ, και στην 29η Μεραρχία Πεζικού για την ενίσχυση των Ρουμάνων που στα πλευρά της 6ης Στρατιάς. Αντιθέτως, ο Κόκκινος Στρατός διέθετε πάνω από ένα εκατομμύριο προσωπικό για την εκκίνηση της επίθεσης μέσα και γύρω από το Στάλινγκραντ. Τα σοβιετικά στρατεύματα, ωστόσο, αντιμετώπιζαν προβλήματα μετακίνησης, καθώς ήταν δύσκολο να αποκρύψουν τις προετοιμασίες ώστε να αιφνιδιάσουν τους Γερμανούς και, συνήθως, έφθαναν με καθυστέρηση εξαιτίας προβλημάτων μεταφορών και αποθήκευσης εφοδίων. Η εκκίνηση της Επιχείρησης Ουρανός, ενώ είχε αρχικά προγραμματιστεί για τις 8 Νοεμβρίου, αναβλήθηκε αρχικά για τις 17 Νοεμβρίου, και μετά για τις 19 Νοεμβρίου. 

Στις 07:20 (ώρα Μόσχας) στις 19 Νοεμβρίου οι σοβιετικές δυνάμεις επιτέθηκαν στο βόρειο πλευρό των δυνάμεων του Άξονα, οι δυνάμεις στο νότιο πλευρό επιτέθηκαν στις 20 Νοεμβρίου. Παρόλο που οι ρουμάνικες μονάδες κατάφεραν να αποκρούσουν τις πρώτες επιθέσεις, στο τέλος τις 20ής Νοεμβρίου η Τρίτη και η Τέταρτη ρουμανική στρατιά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν ταχύτατα καθώς ο Κόκκινος Στρατός είχε παρακάμψει μερικές γερμανικές μεραρχίες πεζικού. Οι γερμανικές εφεδρείες δεν ήταν αρκετές για να αποκρούσουν τις σοβιετικές μηχανοκίνητες σφήνες, ενώ η Έκτη Στρατιά δεν αντέδρασε έγκαιρα, ώστε να απεμπλέξει δυνάμεις από το Στάλινγκραντ και να τις διαθέσει για την αντιμετώπιση της επερχόμενης απειλής. Στο τέλος της 22ας Νοεμβρίου οι Σοβιετικές δυνάμεις συναντήθηκαν στην πόλη Καλάτς, περικυκλώνοντας έτσι 290.000 άνδρες ανατολικά του Ντον. Ο Χίτλερ αντί να επιχειρήσει να διασπάσει τον κλοιό, αποφάσισε να κρατήσει τις δυνάμεις του Άξονα στο Στάλινγκραντ και να τις εφοδιάζει από αέρος, υποστηρίζοντας ότι "το Στάλινγκραντ είναι φρούριο".

Η επιχείρηση Ουρανός εγκλώβισε 200.000 με 250.000 γερμανούς στρατιώτες σε μία περιοχή εκτεινόμενη 50 km από ανατολικά προς τα δυτικά και 40 km από τα βόρεια στα νότια. Στον θύλακα βρίσκονταν τέσσερα σώματα πεζικού, ένα σώμα πάντσερ που ανήκε στην Τέταρτη και την Έκτη Στρατιά, στοιχεία δύο ρουμάνικων μεραρχιών, ένα κροατικό σύνταγμα πεζικού και κάποιες εξειδικευμένες μονάδες. Στο εγκλωβισμένο υλικό συμπεριλαμβάνονταν περίπου 100 άρματα, 2.000 στοιχεία πυροβολικού και όλμων και 10.000 φορτηγά. Κατά την υποχώρηση τους προς το Στάλινγκραντ οι Γερμανοί άφησαν πίσω τους κράνη, όπλα, εξοπλισμό καθώς και βαρύ εξοπλισμό, ο οποίος είχε καταστραφεί και αφεθεί στις άκρες του δρόμου. Οι γέφυρες στο ποταμό Ντον είχαν μπλοκάρει από την κυκλοφορία, καθώς οι στρατιώτες του Άξονα μετακινούνταν βιαστικά προς τα ανατολικά μέσα στο κρύο, προσπαθώντας να διαφύγουν από τα σοβιετικά άρματα και το πεζικό και την επαπειλούμενη αποκοπή τους από το Στάλινγκραντ.
Πολλοί τραυματίες του Άξονα ποδοπατήθηκαν και πολλοί από αυτούς που επιχείρησαν να διασχίσουν το παγωμένο ποτάμι πεζοί, έπεσαν μέσα και πνίγηκαν. Πεινασμένοι στρατιώτες συνωστίζονταν στα ρωσικά χωριά αναζητώντας τροφή, ενώ οι αποθήκες εφοδίων συχνά λεηλατούνταν για αναζήτηση κονσερβών. Οι τελευταίοι Γερμανοί διέσχισαν τον Ντον στις 24 Νοεμβρίου και ανατίναξαν τις γέφυρες. Η Έκτη Στρατιά, εν μέσω χάους, ξεκίνησε την κατασκευή αμυντικών γραμμών, αντιμετωπίζοντας δυσκολίες από την έλλειψη καυσίμων, πυρομαχικών και τροφίμων, έχοντας επιπλέον να αντιμετωπίσει και τον επερχόμενο ρωσικό χειμώνα. Ανέλαβε ακόμα την ευθύνη να καλύψει τα κενά των γραμμών του μετώπου που προέκυψαν από την διάλυση των ρουμανικών δυνάμεων. 

Στις 23 Νοεμβρίου, μερικές γερμανικές μονάδες κατέστρεψαν ή έκαψαν ό,τι δεν ήταν απαραίτητο για μία επιχείρηση διάσπασης του κλοιού και αποτραβήχτηκαν στο βόρειο άκρο του Στάλινγκραντ. Εντούτοις, αμέσως μόλις εγκατέλειψαν τα οχυρά τους, η σοβιετική 62η Στρατιά συνέτριψε την γερμανική 94η Μεραρχία Πεζικού στο ανοιχτό πεδίο. Οι επιζώντες της μεραρχίας προσαρτήθηκαν στην 16η και την 24η Μεραρχία Πάντσερ. Παρόλο που η γερμανική στρατιωτική διοίκηση είχε την άποψη ότι οι περικυκλωμένες δυνάμεις της Βέρμαχτ έπρεπε να σπάσουν τον κλοιό, ο Χίτλερ μεταξύ 23 και 24 Νοεμβρίου αποφάσισε να κρατήσουν την θέση τους και να επιχειρηθεί ο ανεφοδιασμός της Έκτης Στρατιάς από αέρος. Για το παγιδευμένο προσωπικό στο Στάλινγκραντ απαιτούνταν τουλάχιστον 680 τόνοι εφοδίων την ημέρα, ποσότητα που η εξαντλημένη Λούφτβαφε δεν ήταν σε καμία περίπτωση σε θέση να διανείμει. 

Επιπλέον η αναγεννημένη Κόκκινη Αεροπορία ήταν πλέον σοβαρή απειλή για όσα γερμανικά αεροσκάφη επιχειρούσαν να πετάξουν πάνω από την περιοχή. Παρόλο που από τον Δεκέμβριο η Λούφτβαφφε είχε συγκεντρώσει στόλο με περίπου 500 αεροσκάφη, πάλι δεν ήταν αρκετός για τον ικανοποιητικό ανεφοδιασμό της Έκτης Στρατιάς και στοιχείων της Τέταρτης Στρατιάς Πάντσερ. Κατά την διάρκεια του πρώτου μισού του Δεκεμβρίου η Έκτη Στρατιά λάμβανε λιγότερο από το 20% των καθημερινών αναγκών της σε εφόδια. Εν τω μεταξύ, ο Κόκκινος στρατός είχε ενισχύσει την εξωτερική περικύκλωση με την πρόθεση να καταστρέψει τις περικυκλωμένες μονάδες. Τα σοβιετικά στρατεύματα θα επιτίθονταν από τα ανατολικά και τα νότια, με σκοπό να διασπάσουν τις γερμανικές μονάδες σε μικρότερες ομάδες. Οι διαταγές δόθηκαν στις 24 Νοεμβρίου με την εντολή να εκτελεστούν χωρίς ευρύτερη ανασύνταξη και χωρίς μετακίνηση των εφεδρειών. 
Η εξωτερική περικύκλωση είχε έκταση κατ' εκτίμηση 320 χιλιόμετρα, αλλά όμως μόνο τα τρία τέταρτα καλύπτονταν από σοβιετικά στρατεύματα. Η απόσταση μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής περικύκλωσης ήταν περίπου 16 χιλιόμετρα. Η σοβιετική Ανώτατη Διοίκηση ξεκίνησε την σχεδίαση της Επιχείρησης Κρόνος με σκοπό την καταστροφή της ιταλικής 8ης Στρατιάς και την αποκοπή των γερμανικών δυνάμεων στον Καύκασο. Η επιχείρηση ήταν προγραμματισμένη να ξεκινήσει γύρω στις 10 Δεκεμβρίου. Οι γερμανικές δυνάμεις στην περιοχή είχαν διασπαστεί περαιτέρω, όταν ο Γερμανός στρατηγός Έριχ φον Μανστάιν ανέλαβε την διοίκηση της νεοσχηματισμένης Ομάδας Στρατιών Ντον, που αποτελούνταν από την Τέταρτη Στρατιά Πάντσερ, την Έκτη Στρατιά και την Τρίτη και Τέταρτη Ρουμάνικη Στρατιά. 

Παρόλο που η κατάσταση για τους Γερμανούς ήταν δυσοίωνη, μετά το τέλος της επιχείρησης Ουρανός επικράτησε σχετική ηρεμία στο μέτωπο. Οι γερμανικές και οι σοβιετικές δυνάμεις σχεδίαζαν τις επόμενες κινήσεις τους.